- μαρξιστικός-λενινιστικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαρξισμο-λενινισμό ή στους μαρξιστές-λενινιστές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… … Dictionary of Greek